γλυκοθωρώ

γλυκοθωρώ
γλυκοθωράω μετ. нежно,, ласково смотреть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλυκοθωρώ" в других словарях:

  • γλυκοθωρώ — ( άω) γλυκοκοιτάζω …   Dictionary of Greek

  • γλυκοθωρώ — γλυκοκοιτάζω: Κι εγλυκοθώρει τον ουρανό (Βιζυηνός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοθώρημα — το [γλυκοθωρώ] το γλυκοκοίταγμα* …   Dictionary of Greek

  • γλυκοθώρητος — η, ο [γλυκοθωρώ] αυτός που έχει γλυκιά θωριά, ευχάριστη όψη …   Dictionary of Greek

  • γλυκόθωρος — η, ο [γλυκοθωρώ] 1. ο γλυκοθώρητος* 2. ο γλυκοθύμητος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»